- υποθηκοφυλακείο(ν)
- το ипотечная контора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποθηκοφυλακείο — το, Ν (νομ.) η υπηρεσία και το κατάστημα εγγραφής, φύλαξης και απάλειψης τών υποθηκών, τών κατασχέσεων, τών διεκδικητικών αγωγών και, γενικά, κάθε μεταγραπτέας, κατά νόμο πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθηκοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποθηκοφυλακεῖον … Dictionary of Greek
υποθηκοφυλακείο — το δημόσιο γραφείο, όπου τηρούνται τα βιβλία των υποθηκών και μεταγραφών (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονική παροχή — Περιουσιακή επίδοση του γονέα προς το τέκνο είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος. Η γ.π., εφόσον δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις,… … Dictionary of Greek
υποθηκοφύλακας — ο δημόσιος υπάλληλος που διευθύνει το υποθηκοφυλακείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)